- καραμπινοφόρος
- οο καραμπινιέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καραβινοφόρος — ὁ ο καραμπινοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Μ. Στ. Μαλαία. Βλ. καραβίνα] … Dictionary of Greek
καραμπινιέρος — ο 1. στρατιώτης οπλισμένος με καραμπίνα 2. ιππέας που ανήκει στο βαρύ ιππικό, καραμπινοφόρος 3. οπλίτης τού σώματος τής ιταλικής χωροφυλακής, Ιταλός χωροφύλακας 4. οπλίτης τού σώματος τής ισπανικής τελωνοφυλακής, τελωνοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ … Dictionary of Greek